- καταδουλεύομαι
- καταδουλεύομαι (Α)υποδουλώνω κάποιον για ωφέλειά μου.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού καταδουλῶ κατά τα ρ. σε -εύω / -εύομαι, στη μέση φωνή ως μέσο δυναμικό].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακαταδούλευτος — ἀκαταδούλευτος, ον (Μ) [καταδουλεύομαι] ο ακαταδούλωτος … Dictionary of Greek
καταδουλίζω — (Α) καταδουλεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού καταδουλῶ κατά τα ρ. σε ίζω] … Dictionary of Greek